μαθηματοπωλικός

μαθηματοπωλικός
μαθ-ημᾰτοπωλικός, ή, όν,
A making a trade of science: μ. γένος the Sophists, and ἡ -κή their trade, Pl.Sph.224e, 224b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματοπωλικόν — μαθηματοπωλικός making a trade of science masc acc sg μαθηματοπωλικός making a trade of science neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθηματοπωλικῆς — μαθηματοπωλικός making a trade of science fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”